- μελάγκραιρα
- μελάγκραιρα, ἡ (Α)(για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ-κραιρα, ορθό-κραιρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελάγκραιρα — black haired fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκραίρας — μελαγκραίρᾱς , μελάγκραιρα black haired fem acc pl μελαγκραίρᾱς , μελάγκραιρα black haired fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγκραιραν — μελάγκραιρα black haired fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek